νεκροκρέβατο

νεκροκρέβατο
το (Μ νεκροκρέβατον)
η νεκροθήκη, το φέρετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεκροκρέβατο — το φέρετρο, φορείο για μεταφορά νεκρού: Βραχνό τοψάλσιψο, τα κεριά αχνίζουν, του νεκροκρέβατου τα ξύλα τρίζουν (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… …   Dictionary of Greek

  • κλίνη — η (AM κλίνη) [κλίνω] 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κανείς αναπαύεται και κοιμάται, κρεβάτι («ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν... κατάκεινται», Πλάτ.) 2. νεκροκρέβατο, νεκρικό φέρετρο («μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν», Θουκ.) νεοελλ. (ναυπ.)… …   Dictionary of Greek

  • κρέβατος — και κρέββατος (Μ κρέβατος) 1. μεγάλο κρεβάτι 2. νεκροκρέβατο, φέρετρο νεοελλ. κρεβάτα για ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβάτι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κόμματ ος, μούλαρ ος)] …   Dictionary of Greek

  • νεκροσέντουκο — το το φέρετρο, το νεκροκρέβατο …   Dictionary of Greek

  • νεκροφορείο — το (Α νεκροφορεῑον και νεκροφόριον) [νεκροφόρος] το φέρετρο, το νεκροκρέβατο …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • φέρετρο — το το κιβώτιο με το οποίο μεταφέρεται ο νεκρός για ενταφιασμό, το νεκροκρέβατο, η κάσα, το κασόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”